Η καρδιά είναι ένας μυς που λειτουργεί ως αντλία και διαθέτει τέσσερις κοιλότητες: τον αριστερό κόλπο, τον δεξιό κόλπο και την αριστερή και δεξιά κοιλία. Τέσσερις βαλβίδες στηρίζουν τα ανοίγματα αυτών των κοιλοτήτων, διασφαλίζοντας ότι το αίμα δεν επιστρέφει προς τα πίσω αλλά ρέει πάντοτε προς την ορθή κατεύθυνση.
Όταν μια βαλβίδα δεν ανοίγει πλήρως ή γίνεται σκληρή, περιορίζεται η ροή του αίματος (στένωση). Αντίθετα, αν δεν κλείνει σωστά, επιτρέπει την παλινδρόμηση του αίματος (ανεπάρκεια). Και οι δύο καταστάσεις αυξάνουν τον φόρτο εργασίας της καρδιάς: στη στένωση, η καρδιά χρειάζεται περισσότερη δύναμη για να ωθήσει το αίμα μέσα από το στενό άνοιγμα, ενώ στην ανεπάρκεια, η καρδιά πρέπει να αντλεί επιπλέον ποσότητες αίματος ενάντια στην παλινδρόμηση.
Η αύξηση της πίεσης πίσω από την προσβεβλημένη βαλβίδα (πίεση αντεπιστροφής) μπορεί να προκαλέσει συσσώρευση υγρού στους πνεύμονες ή οίδημα στα πόδια και τους αστραγάλους, ανάλογα με το ποια βαλβίδα επηρεάζεται.
Τα συμπτώματα ποικίλλουν ανάλογα με το ποια βαλβίδα προσβάλλεται και την βαρύτητα της βλάβης. Σε ήπια νόσο ενδέχεται να μην υπάρχει καμία ένδειξη. Όταν όμως η καρδιά επιβαρύνεται, μπορεί να εμφανιστεί εύκολη κόπωση, αίσθημα παλμών στο στήθος, δύσπνοια λόγω συσσώρευσης υγρού στους πνεύμονες ή οίδημα στα πόδια. Σε σοβαρές περιπτώσεις, η μειωμένη παροχή αίματος στον εγκέφαλο οδηγεί σε ζάλη ή λιποθυμία, ενώ ο περιορισμός της ροής στις στεφανιαίες αρτηρίες μπορεί να προκαλέσει πόνο στο στήθος.
Συχνά η πρώτη ένδειξη είναι ένας καρδιακός φύσημα, που ανιχνεύεται με στηθοσκόπιο κατά την ρουτίνα εξέταση. Αν το φύσημα κριθεί παθολογικό, ακολουθούν εξετάσεις όπως ηλεκτροκαρδιογράφημα (ΗΚΓ), ακτινογραφία θώρακα και υπερηχογράφημα καρδιάς (ηχοκαρδιογράφημα). Σε ορισμένες περιπτώσεις πραγματοποιείται καρδιακό καθετηριασμό (στεφανιογραφία), όπου μέσω καθετήρα και σκιαγραφικού ελέγχεται η κατάσταση των στεφανιαίων αρτηριών. Αν διαπιστωθεί ανεπαρκής αιμάτωση και ο ασθενής χρειάζεται χειρουργείο βαλβίδας, μπορεί να γίνει ταυτόχρονη παράκαμψη στεφανιαίων (bypass).
Ορισμένοι γεννιούνται με ανώμαλη βαλβίδα (συγγενής καρδιοπάθεια), ενώ άλλοι αναπτύσσουν προβλήματα μετά από ρευματικό πυρετό ή ενδοκαρδίτιδα. Η φυσιολογική φθορά λόγω γήρανσης, υπέρταση, μυοκαρδιοπάθειες και στεφανιαία νόσος επίσης επιβαρύνουν τις βαλβίδες, οδηγώντας σε στένωση ή ανεπάρκεια.
Η παρακολούθηση με τακτικά ηχοκαρδιογραφήματα καθορίζει την ανάγκη θεραπείας.
Στα πρώτα στάδια, φάρμακα όπως διουρητικά, αναστολείς ACE και διγοξίνη βοηθούν στη μείωση της κατακράτησης υγρών, στη ρύθμιση της πίεσης και στη σταθεροποίηση του καρδιακού ρυθμού. Αν χρειάζεται, χορηγούνται αντιπηκτικά (π.χ. βαρφαρίνη) για την πρόληψη θρόμβων.
Σε σοβαρότερες βλάβες ενδείκνυται επέμβαση επισκευής ή αντικατάστασης της βαλβίδας και, εάν απαιτείται, εναλλακτικά ελάχιστα επεμβατικές τεχνικές όπως η εμφύτευση αορτικής βαλβίδας διακαθετηριακά (TAVI) ή η percutaneous mitral valve repair.